Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2007

Ώρα δύο το μεσημέρι...

Το δάκρυ γυαλίζει στην άκρη του ματιού.
Το χέρι ματωμένο.
Δυο τρεις γρατσουνιές στο πρόσωπο.
Δείγματα της έντασης και του προηγηθέντος καυγά.

Λίγο πριν, η γροθιά στον τοίχο, είχε ακουστεί σε όλο το οίκημα.

-Δεν έγινε κάτι.
-Δηλαδή, αν ήμουν στη θέση σου και σού έλεγα εγώ ότι δεν έγινε τίποτα, θα με πίστευες;
-Όχι.

Το ένοχο χαμόγελο φώτισε για λίγο το σκοτεινιασμένο πρόσωπο.

Η περηφάνια για την καταγωγή, το δικαίωμα να είναι διαφορετικός, το δικαίωμα να έχει δική του γνώμη κόντρα ακόμα και σε εκείνη των γονιών του, έκαναν να ακουστεί απολύτως λογικό το εγώ φταίω.

Τα γεγονότα προσεκτικά παρουσιασμένα.
Για να είναι συνεπής η εξιστόρησή τους με το εγώ φταίω.

Η συνέχεια της κουβέντας διερευνητική.
Για την καταγωγή για τις σκέψεις, για την μέχρι τώρα πορεία του.
Ο λόγος προσεκτικός. Με ειρμό. Δομημένος. Ξάφνιασμα για την ηλικία του.

Απαντήσεις ζυγισμένες, αλλά αβίαστες.

-Ξέρω, ότι χρειάζεται χρόνος για να με αποδεχτούν όπως είμαι.
-Μα δεν διαφέρεις σε κάτι.
-Το έχω ξαναζήσει.
-Πώς σε λένε;
-Είναι δύσκολη η προφορά του ονόματός μου.
-Τι σημαίνει το όνομά σου;
-Δόξα και φως!! Σημαίνει και άλλα! Η απάντηση με το πρόσωπο φωτισμένο, έτοιμο να αναζητήσει και τη Δόξα.

Μερικές κουβέντες ακόμα.
Για την αποδοχή και την κοινωνική ένταξη.

Το δάκρυ έχει από ώρα πάψει να γυαλίζει στην άκρη του ματιού. Το μικρό αυλάκι του αίματος έχει ξεραθεί επάνω στην παλάμη, το χρώμα στα μάγουλα έπαψε να είναι κίτρινο.

-Όποτε θέλεις να μιλήσουμε ...
-Έχω. Έχω να μιλήσω...
-Όπως θέλεις.

Με το χαρτομάντιλο στο χέρι, το κεφάλι ψηλά, η έξοδος.
Το μικροκαμωμένο κορμί με το φουντωτό μαλλί και τα όνειρα γραμμένα στο μέτωπό του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε.

Τον περιμένει σκληρός αγώνας εκεί έξω.
Πρώτα με το μέσα του ...