Θέλω να πουλήσω κάτι;
Ανοιχτή η τηλεόραση, παράθυρο στον κόσμο.
Ποιον κόσμο όμως;
Και οι σελίδες του βιβλίου ανοιχτές.
Πύλη άλλων κόσμων αυτές.
Και ο δικός μου μικρόκοσμος γύρω μου.
Το πόδι μου επάνω στο γραφείο, οι εφημερίδες του Σαββάτου, που βγήκανε Παρασκευή σωριασμένες στο πλάι, το φλυτζάνι άδειο, στέλνει ακόμα κύματα του αρώματος της σοκολάτας.
Το ρολόι βγαλμένο από το χέρι συνεχίζει, αδιάψεστος μάρτυρας, να δείχνει τα δευτερόλεπτα που πέρασαν.
Βιβλία διαβασμένα κι αδιάβαστα στο πλάι.
Νύχτα που κυλάει ήρεμα κι αργά.
Παραμονή των Φώτων.
Κάλαντα δεν είχε σήμερα.
Δεν ήρθε κανένα παιδί.
Ούτε κι εγώ τα "είπα".
Ποτέ δεν τα έλεγα, όταν ήμουν παιδί.
Οι δικοί μου το θεωρούσαν επαιτεία Βλέπεις στη γειτονιά τότε όλοι ήμασταν γνωστοί.
Έτοιμο το μυαλό, άτι καθαρόαιμο, να κάνει την κούρσα του στο παρελθόν.
Δεν του το επιτρέπω.
Ας ετοιμάσω το άλλο.
Για το μέλλον.
Αυτό είναι άλλωστε μπροστά.
Τα άλλα μπαγιατέψανε.
Φρέσκα κουλούρια πουλάει ο κουλουράς, που λέγαμε πιτσιρικάδες...
Αλλά, εγώ, θέλω να πουλήσω κάτι;
Έχω να πουλήσω κάτι;