Τώρα που το σκέπτομαι ....
Σήμερα θα ήθελα να μην είχα πάρει αυτοκίνητο μαζί μου.
Να κινηθώ προς το σπίτι μετά το γραφείο με τα πόδια.
Να περάσω από το πάρκο πάνω από το ποτάμι και να παρατηρήσω έστω για λίγο τους ηλικιωμένους στα παγκάκια να λιάζονται.
Να αφήσω τα βήματά μου να με οδηγήσουν σε γνωστές και άγνωστες γωνιές της πόλης που με φιλοξενεί.
Μέσα από την αγορά, ανάμεσα στον κόσμο που μπαινοβγαίνει στα μαγαζιά φορτωμένος. Στα πεζοδρόμια μπροστά από τις βιτρίνες. Στα απόμερα στενά, στους ίσκιους των προσφυγικών πολυκατοικιών.
Θάθελα να σταθώ στο καφενείο εκείνης της γωνίας να πιω μια μπύρα. Ή ένα ούζο με μεζέ. Παραδοσιακό.
Και να συνεχίσω μετά τη διαδρομή.
Πάντα με τα πόδια.
Πάντα φορτωμένος με την τσάντα και τις σκέψεις της ημέρας..
Με τα προβλήματα και τις κινήσεις τακτικής για να αντιμετωπίσω την κακοπιστία συνεργατών και να προλάβω δηλητήρια και χτυπήματα από τα γνωστά. Εκείνα, τα κάτω από τη μέση.
Φορτωμένος με τις εικόνες από τον ενθουσιασμό στα μάτια του νέου συναδέλφου που ήρθε να με δει. Ταξίδι αστραπή από εκεί που είναι και δεν παρέλειψε να περάσει για ένα "γεια". Δείγμα ότι τα δύο χρόνια εδώ πέρασε καλά. Νομίζω.
Με τα προβλήματα της καθημερινότητας να κάνουν κολεγιά με τα προβλήματα του δρόμου. Να χαζέψω τα μεγάλα κτήρια, τα βρώμικα κτήρια, τους γρήγορους ρυθμούς, την οικονομία που είναι στριμωγμένη στα καροτσάκια του δρόμου. Να μυρίσω τις μυρουδιές από το σουβλατζίδικο του δρόμου.
Πάντα φορτωμένος με την τσάντα και ίσως την εφημερίδα, που συνήθως αγοράζω. Να διαβάσω και τις άλλες εφημερίδες που στολίζουν τα περίπτερα.
Να προσπεράσω αυτούς που περιμένουν στις στάσεις των λεωφορείων και να προσπαθήσω με κλεφτές ματιές να μαντέψω το πού και το πώς της διαδρομής τους.
Ήθελα να μην είχα πάρει το αυτοκίνητο μαζί μου, και να προχωρούσα με τις σκέψεις μου αντάμα στα πεζοδρόμια των μεγάλων δρόμων και στα στενά της πόλης που κάθε μέρα διασχίζω προς και από τη δουλειά μου.
Τριάντα τόσα χρόνια τώρα.
Να ψάξω εικόνες παλιές.
Έχει μείνει κάτι; Τι; Από τι;
Ήθελα να ψάξω τις εικόνες της συνέχειας των χρόνων αυτών που έγιναν παρελθόν καθώς τα μαλλιά αλλάξαν χρώμα. Αυτών των χρόνων που ήταν μέλλον όταν ξεκίναγα την διαδρομή προς την αντίθετη κατεύθυνση, χρόνια πολλά πριν.
Ήθελα να μην είχα πάρει το αυτοκίνητο το μεσημέρι, για να απολαύσω τον ήλιο του ανοιξιάτικου μεσημεριού.
Να χαμογελάω, και ας με κοιτάζουν παράξενα στο δρόμο, καθώς θα ανακαλώ στη μνήμη τη σκέψη που μου γέννησαν τα περιστέρια τα οποία κάθισαν πάνω στο κουτί του κλιματιστικού έξω από το παράθυρο του γραφείου.
Ναι, σκέφτηκα ότι μάλλον αυτά τα ξέρω πριν να βγουν από το αυγό τους. Μάλλον είναι αυτά που φωτογράφιζα ένα χρόνο πριν μέσα στη φωλιά τους, και ήρθαν να με επισκεφτούν.Και αυτά. Όπως και ο συνάδελφος το πρωί.
Να με δουν με το στυλό στο χέρι, να κυνηγάω να συλλάβω του μυαλού τις διαδρομές.
Ήθελα να μην είχα πάρει το αυτοκίνητο μαζί μου το πρωί.
Να ξαναφέρω στο μυαλό, καθώς θα διέσχιζα την πόλη, τις τελευταίες εικόνες και τούτης της Παρασκευής, απ' το χώρο της δουλειάς.
Να τις ανακατέψω με τις εικόνες των πωλητών της λαϊκής στο δρόμο του σπιτιού μου. Της λαϊκής με τους σχεδόν άδειους πάγκους και τους σωρούς των σκουπιδιών που περιμένουν την τελευταία διαλογή τους πριν απομακρυνθούν.
Με τους ανθρώπους τους σκυμμένους απ' τα φορτία της ζωής, ή της ντροπής, που είναι όπως πάντα εκεί, έτοιμοι να ξεκινήσουν αυτή την τελευταία διαλογή.
Ναι, τώρα που το σκέπτομαι ξανά, σήμερα δεν έπρεπε να πάρω το αυτοκίνητο μαζί ...