Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 23, 2005

Ότε ήμην νέος .....

Διδυμότειχο μπλουζ.....

Η φωνή του Νταλάρα ζωγραφίζει εικόνες του 1976 και το μυαλό τις παρατηρεί κατάπληκτο.
Στην πόλη της Κεντρικής Ελλάδας που υπηρετούσε, οι ημέρες έτρεχαν με τη δική τους ταχύτητα, η καθημερινότητα φορούσε χακί ρούχα.
Το πέπλο της ρουτίνας και του πηξίματος, το έσκιζαν μικρές αποδράσεις με δίωρες ή απλές εξόδους, στα στενά της κεντρικής πλατείας και τους γύρω χώρους.
Πλατεία Ελευθερίας, που απαγορευόταν να διασχίσουν, Πλατεία Λαού που απαγορευόταν να επισκεφτούν οι τα χακί φέροντες.
Ρε γαμώτο, ονόματα και αυτές οι πλατείες.
Πλατεία Ελευθερίας η μια, που όμως δεν ήταν όλοι ελεύθεροι να τη διασχίζουν,
Πλατεία Λαού η άλλη, αλλά αυτοί που υπηρετούσαν το λαό δεν είχαν το δικαίωμα να την επισκεφθούν. Κάποιοι είχαν πολύ χιούμορ αν μη τι άλλο.
Στα γύρω στενά, σφαιριστήρια, καφενεία, εστιατόρια, εμπορικά καταστήματα.

Η παρέα των τεσσάρων φαντάρων έπιασε τραπέζι κοντά στην είσοδο του καφενείου.
Παλιό το καφενείο, έβγαζε τσίπουρο και ούζο με μεζέ παραδοσιακό.
Ποτήρι ούζο και διαφορετικός μεζές.
Μεζές για τα πρώτα, άλλος μεζές για τα δεύτερα, άλλος για τα τρίτα, διαφορετικός για τα τέταρτα.
Σιγά μη θυμάται ή καταλάβαινε κανείς τι μεζέδες ήρθαν από εκεί και κάτω με τα ούζα ή ακόμα και ποιος αριθμός αντιστοιχούσε στο τελευταίο σερβίρισμα.
Ο αέρας του δρόμου χτύπησε τα πρόσωπα, έδιωξε για λίγο τις αναθυμιάσεις από τα στόματα, που είχαν πιάσει να άδουν ό,τι άσμα μπορούσε να θυμηθεί το θολωμένο τους μυαλό, ενώ οι φωνές γινόντουσαν όλο και πιο δυνατές
Περιβολή που θα βοηθούσε τον κάτοχό της να αποκτήσει το δικαίωμα να υπηρετήσει τη μαμά πατρίδα, αρκετές ημέρες παραπάνω από τις προβλεπόμενες από τους νόμους και του προφήτες αν και τύχαινε κανένα κακό συναπάντημα.. Συμπεριφορά που υπερ-ενίσχυε ό,τι η περιβολή άφηνε κενό για την επιβολή «καμπάνας».
Στ΄ αλήθεια. Άντε να καταλάβεις, τι ήταν χειρότερο. Η περιβολή, η συμπεριφορά, ή οι παραφωνίες καθώς η ομάδα των τεσσάρων μετά παρρησίας αναφωνούσε
«είμαι φίνο φανταράκι κι έχω ένα μικρό μεράκι που κρατούσα μέχρι τώρα μυστικό.
Έχω απόψε στις εννέα ραντεβού κυρ Δεκανέα μ’ ένα κοριτσάκι φίνο και γλυκό.
Α ααα»
και εκεί στο α, ααα οι φωνές όχι απλά ζωήρευαν, αλλά προκαλούσαν το Στέντορα και όλους τους γνωστούς φωνακλάδες της ιστορίας.

Το «αγοραίον», που πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση, σταμάτησε, ποιος θυμάται με τίνος το σήμα και ξανάνοιξε τις πόρτες του για να τους αποβιβάσει μπορεί και να τους αδειάσει, έξω από το Παλάς, ένα σκυλάδικο πέντε έξι χιλιόμετρα έξω από την πόλη.
Η είσοδος στο μαγαζί με την απαιτούμενη ευπρέπεια και συστολή.
Δυο τραπέζια που πέσανε χάμω, μάλλον ήταν από τη συγκίνησή τους που τα επισκέφτηκαν τα ελληνικά στρατά, παρά επειδή τα παρέσυρε η παρέα που επιχειρούσε να ισορροπήσει σαν ένα νέο είδους οκταπόδου όντος...
Οι μπερέδες στον αέρα, τα μπουφάν να στριφογυρίζουν, άλα μάγκα μου, όπααα....
Η παρέα τα έδινε όλα. Κεράσματα από τα διπλανά τραπέζια.

-Τα καρακόλια.
Η φωνή, πιο δυνατή από τις στριγκλιές της καλής αοιδού, έπεσε σαν κεραυνός
Ο λοχίας που έριχνε τις στροφές του επάνω στην πίστα, με ένα άλμα μπαίνει στην ορχήστρα και χρίζει τον εαυτό του ντραμίστα, στέλνοντας λίγο βίαια είναι η αλήθεια τον πραγματικό καλλιτέχνη κάτω από το πάλκο
Η τουαλέτα πρόχειρη κρυψώνα, για τους δυο άλλους, ενώ ο τέταρτος βρέθηκε στην ταράτσα του Παλάς άγνωστο πώς. Το σίγουρο είναι ότι σκάλα που να οδηγούσε εκεί επάνω δεν υπήρχε.
Η ορχήστρα αποκατέστησε τη σύνθεσή της, στην πίστα οι τρεις φαντάροι, αγκαλιασμένοι με τους εσατζήδες, χόρευαν και συνόδευαν τους αοιδούς στα αγνώστου ταυτότητας λαϊκότροπα άσματα, ώσπου κάποιος από τους παραληρούντες, ένστολους, αναρωτήθηκε με την πάσα και πρέπουσα ευγένεια.
-Ρε μαλάκες πούναι η σειρούλα μου; Τι έγινε ρε τσογλάνια ο Μπάμπης.
-Ναι ρε, πού είναι ο Μπάμπης.
-Πάμε να τον βρούμε ρε μαλάκες
Όλοι έξω από το Παλάς που σχεδόν άδειασε δηλαδή, άλλοι δυο τρεις ήταν οι θαμώνες, και οι ομάδα αρχίζει να φωνάζει το Μπάμπη.
Καταλυτική η παρέμβαση που έκανε ένας από τους εσατζήδες.
-Ρε μαλάκα Μπάμπη, πούσαι ρε. Έλα έξω ρε κόπανε, μη κρύβεσαι. Θα πειράξουμε εμείς τη σειρά μας ρε;
Ο γδούπος από το σώμα του Μπάμπη, που προσγειώθηκε στο χώμα δίπλα από το κτίσμα, σήμανε το τέλος της αναζήτησης και γέννησε την απορία όλων, ακόμα και του .. Μπάμπη, πώς στο διάολο βρέθηκε αυτός εκεί πάνω.

Το τζιπάκι της ΕΣΑ με έξι στρατιώτες σε κατάσταση, που δεν θα την ενέκρινε και πολύ η Ανώτατη Ηγεσία του Ελληνικού Στρατού αν εκείνη την ώρα τύχαινε να κάνει έφοδο, στάθμευε μετά από 20 λεπτά μπροστά στον κατάπληκτο φρουρό της πύλης του στρατοπέδου, που είδε τους φαντάρους συναδέλφους του, να φιλιούνται σταυρωτά με τους Εσατζήδες, και να παίρνουν την ανηφόρα, προς τους κοιτώνες.

....του παράλογου η θητεία
αγχωμένη μαλακία
Διδυμότειχο μπλουζ.....