Πέμπτη, Μαΐου 10, 2007

Ενοχές ...

Περίμενε.
Υπομονετικά.
Η φιγούρα της, από μακριά, μού έδωσε την εντύπωση ότι περίμενε για τις γνωστές παρακλήσεις αυτής της εποχής.

Άλλο ήταν.
Συνάδελφος που έχει βγει στη σύνταξη, εδώ και καιρό.
Στην τσάντα της, μού τα έδειξε μετά από ένα πρόλογο, είχε τα βιβλία της. Δική της έκδοση.
Και δικό της δίκτυο διανομής. Ο εαυτός της.
Πόρτα πόρτα.

Η πίεση της ώρας, τα προβλήματα της καθημερινότητας, οι ήχοι των τηλεφώνων, όλα μαζί και το καθένα χώρια, ζήταγαν να σταματήσει ο ρέων λόγος της συνομιλήτριας.

Η δυσφορία πρέπει να φάνηκε στα μάτια μου. Ό,τι δεν είπαν τα χείλη, φοβάμαι ότι το είπε το σώμα.

Η κίνηση έμοιαζε να λέει, εντάξει σε άκουσα, άφησέ με να βράζω μέσα στο ζουμί μου.
Ένα από τα δυο βιβλία, πέρασε από τα χέρια της στα δικά μου. Δεν δέχτηκα τα ρέστα, ούτε και το άλλο βιβλίο που μου πρότεινε σε καλύτερη τιμή.
Βιαζόμουν.
Κι άλλη προσβολή δηλαδή...

Με τυπική ευγένεια, τής έδωσα δυο τρεις πληροφορίες που ζήτησε και γύρισα στους όγκους των χαρτιών μου και στις απαντήσεις όσων ερωτημάτων, πετούσαν επάνω στο τραπέζι οι προκλήσεις της καθημερινότητας.

Δεν ξέρω, δεν είδα αν τα όμορφα γαλάζια μάτια γέμισαν με θλίψη.
Τώρα σκέφτομαι πως σίγουρα ναι.
Γέμισαν. Μπορεί και να υγράνθηκαν.
Η βιαστική αντιμετώπιση, έμοιαζε με απόρριψη.
Εκείνη όμως την ώρα στο μυαλό είχαν κάνει κατάληψη τα άλλα, τα τρέχοντα τα καθημερινά.
Η θλίψη, που μπορεί να γέννησε η στάση ενός βιαστικού και έστω πιεσμένου ακροατή, δεν πέρασε καν από το νου.

Λίγη ώρα μετά, όταν η ανάσα έφερε λίγο περισσότερο οξυγόνο στο μυαλό, όταν ο εγωισμός, ναι ναι αυτός, έριξε στο τραπέζι τα ερωτήματα, δηλαδή κι εγώ, έτσι; Πόρτα πόρτα; Αλλά γιατί εγώ να έχω άλλη τύχη;
Όταν η εικόνα της εβδομηντατοσάχρονης Κυρίας, που συνεχίζει να παλεύει, όχι πια για βιοπορισμό, αλλά για να ζήσει και να ζει, ξανάρθε στα μάτια του μυαλού, τότε βγήκαν σεργιάνι και οι πρώτες ενοχές.

Αργά το απόγευμα το βιβλίο της κυρίας Τασίας Αλικάκου "Ταξιδεύοντας στις αναμνήσεις μου ..." στρογγυλοκάθισε στα χέρια μου. Το ακούμπησα στο γραφείο αφού περιεργάστηκα και τις τελευταίες φωτογραφίες. Εξυπακούεται ότι "ρούφηξα" κάθε λέξη του...

Δυστυχώς τηλέφωνο ή άλλο τρόπο επικοινωνίας δεν βρήκα να έχει γραμμένο κάπου.
Και πολύ θα ήθελα να επικοινωνήσω μαζί της.

Δεν είναι ότι συμφωνώ με όλες τις αρχές που έχει βάλει και παλεύει. Υποκλίνομαι όμως στο ότι έχει!
Δεν είναι ότι με συνεπήρε η πλοκή του πονήματος. Με συνεπήρε, δηλαδή με πήρε και με σήκωσε, η ζωντάνια του λόγου, ο γάργαρος ρυθμός του, η ομορφιά των εικόνων που τόσο απλά περιγράφει.
Ο Ταΰγετος και τα Γεράνεια σμίξανε. Το σκληρό τοπίο της Μάνης και η απέραντη γαλάζια αγκαλιά της θάλασσας παντρευτήκανε. Η σκληρότητα της καθημερινής ζωής και η επίκληση στο Θείο απόκτησαν λογική και αναπόσπαστη συνάφεια.

Οι πρωινές ενοχές μετατράπηκαν σε απαγοήτευση για τη χαμένη ευκαιρία.

Γιατί να μη της πω να μου γράψει μια αφιέρωση;
Γιατί να μην έχω αυτό το αντίτυπο με την υπογραφή της;

Το πιθανότερο είναι ότι, αυτή η γυναίκα δεν θα έχει τη χαρά τής παρουσίασης του βιβλίου της, σε κάποιο από τα σαλόνια των μεγάλων εκδοτικών οίκων και βιβλιοπωλείων, αλλά, σκέφτομαι, το έχει ανάγκη;
Έχει την ανάγκη των προβολέων, των λαμπτήρων του νέον, της παρουσίασής της από κάποιους "αναγνωρίσιμους" της μικροαστικής μας ματαιοδοξίας, όταν έχει δει τόσα πρόσωπα να λάμπουν από το φως, που τους χάρισε και που είμαι σίγουρος ότι θα νιώθουν μεγάλη την τιμή, που υπήρξε η δασκάλα τους;